- συμπῑλητής
- συμ-πῑλητής, ὁ, der Verfilzende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπιλητής — ο, Ν [συμπιλώ] αυτός που συμπιλεί, που συγκροτεί ένα κείμενο παραθέτοντας και συμφύροντας περικοπές και αποσπάσματα από διάφορες άλλες πηγές … Dictionary of Greek